- επίγειος
- -α, -ο (AM ἐπίγειος, -ον)1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους])2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό)3. (για βλαστούς φυτών) εκείνος που βρίσκεται πάνω από το έδαφος (σε αντίθεση προς τον υπόγειο)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επίγειατα υλικά αγαθά (σε αντίθεση προς τα επουράνια)αρχ.1. (για φυτά) εκείνος που έρπει στη γη2. (για πτηνά) εκείνος που δεν πετάει αλλά ζει κυρίως στο έδαφος2. το ουδ. εν. ως ουσ. το επίγειοντο ισόγειο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γειος < γη].
Dictionary of Greek. 2013.